παμποίκιλος — all variegated masc nom sg παμποίκιλος all variegated masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμποίκιλον — παμποίκιλος all variegated masc acc sg παμποίκιλος all variegated neut nom/voc/acc sg παμποίκιλος all variegated masc/fem acc sg παμποίκιλος all variegated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμποικίλων — παμποίκιλος all variegated fem gen pl παμποίκιλος all variegated masc/neut gen pl παμποίκιλος all variegated masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμποικίλοις — παμποίκιλος all variegated masc/neut dat pl παμποίκιλος all variegated masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμποικίλου — παμποίκιλος all variegated masc/neut gen sg παμποίκιλος all variegated masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμποικίλους — παμποίκιλος all variegated masc acc pl παμποίκιλος all variegated masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμποίκιλα — παμποίκιλος all variegated neut nom/voc/acc pl παμποίκιλος all variegated neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμποίκιλοι — παμποίκιλος all variegated masc nom/voc pl παμποίκιλος all variegated masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμποικίλας — παμποικίλᾱς , παμποίκιλος all variegated fem acc pl παμποικίλᾱς , παμποίκιλος all variegated fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek